- ηδονιστικός
- η , ό[ν] гедонистический;2) доставляющий наслаждение, упоительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηδονιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ηδονισμό ή που προκαλεί ηδονή 2. φρ. «ηδονιστική αρχή» αρχή τής θεωρητικής οικονομικής, κατά την οποία αιτία και σκοπός κάθε οικονομικής δραστηριότητας είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση τών… … Dictionary of Greek
ηδονιστικός — ή, ό 1. ό,τι αναφέρεται στον ηδονισμό: Ηδονιστικές θεωρίες. 2. αυτός που προκαλεί ηδονή: Το βρίσκει ηδονιστικό να τα βάζει με τον εαυτό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek